ἀνέλυσα

ἀνέλυσα
ἀνέλῡσα , ἀναλύω
cause to wander
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανελώ — 1. καταλύω, καταστρέφω, διαλύω 2. (αμτβ.) αναλύομαι, διαλύομαι, λειώνω η πράξη και το αποτέλεσμα: ανέλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέλυσα (αόρ. του αρχ. αναλύω) κατά τό σχήμα αμέλησα αμελώ κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — αναλύω, ανέλυσα (σπάν. ανάλυσα) βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναλύω — ανάλυσα και ανέλυσα, λύθηκα, λυμένος 1. κάνω ανάλυση (βλ. λ.). 2. διαλύω, αποσυνθέτω: Έβαλε το μέλι στη φωτιά για να αναλυθεί. 3. αναπτύσσω πλατιά κάτι: Στη μακρά ομιλία του ανάλυσε τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η ριζική αναδιοργάνωση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”